χρόνος

χρόνος
χρόνος, ου, ὁ (Hom.+)
an indefinite period of time during which some activity or event takes place, time, period of time πολὺς χρόνος a long time (PGiss 4, 11; PStras 41, 39; ApcSed 13:5; Jos., C. Ap. 1, 278 Just., D. 7, 1) Mt 25:19; J 5:6 (πολὺν ἤδη χ. as Jos., Ant. 8, 342; 19, 28). πλείων χρ. a longer time (Diod S 1, 4, 3; Dio Chrys. 78 [29], 15; SIG 421, 38; 548, 11; PPetr II, 9, 2, 3; Jos., Ant. 9, 228) Ac 18:20. ἱκανὸς χρόνος considerable time, a long time (ἱκανός 3b) Lk 8:27; Ac 8:11; 14:3; 27:9; Qua 2. μικρὸς χρ. (Is 54:7) J 7:33; 12:35; Rv 6:11; 20:3; IEph 5:1. ὀλίγος (Aristot., Phys. 218b, 15; SIG 709, 11; PPetr II, 40a, 14; Just., D. 2, 6; Ath. 7, 3) Ac 14:28; 2 Cl 19:3; Hs 7:6; AcPl Ha 9, 26 (restored after Aa I 112, 14). πόσος; Mk 9:21 (ApcMos 31; Just., D. 32, 4). τοσοῦτος (Lucian, Dial. Deor. 1, 1; ParJer 5:18; Jos., Bell. 2, 413) J 14:9 (τοσούτῳ χρόνῳ as Epict. 3, 23, 16); Hb 4:7. ὅσος Mk 2:19; Ro 7:1; 1 Cor 7:39; Gal 4:1; cp. Hs 6, 4, 1 (ὅσος 1b). ὁ πᾶς χρόνος the whole time, all the time (Appian, Bell. Civ. 2, 132 §553; Jos., Ant. 3, 201; Just., D. 4, 5) Ac 20:18; AcPlCor 2:4; cp. Ac 1:21. ἐν παντὶ χρόνῳ at every time D 14:3. χρόνον τινά for a time, for a while (Arrian, Anab. Alex. 6, 6, 5; Synes., Prov. 2, 3 p. 121d) 1 Cor 16:7; Hs 7:2. τῷ χρόνῳ in time (Herodas 4, 33 χρόνῳ) 9, 26, 4. στιγμὴ χρόνου (s. στιγμή) Lk 4:5. τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου (πλήρωμα 5) Gal 4:4 (cp. Pind., Fgm. 134 Bowra=147 Schr. foll. by BSnell ἐν χρόνῳ δʼ ἔγεντʼ Ἀπόλλων). Certain special verbs are used w. χρόνος: διαγενέσθαι Ac 27:9 (s. διαγίνομαι), διατρίβειν (q.v.) Ac 14:3, 28, πληρωθῆναι 7:23; 1 Cl 25:2; Hs 6, 5, 2 (πληρόω 2). χρόνον ἐπέχω (q.v. 3) Ac 19:22; ἔχω (q.v. 7b) J 5:6; ποιέω (q.v. 5c) Ac 15:33; 18:23; βιόω (q.v.) 1 Pt 4:2.—Pl. χρόνοι of a rather long period of time composed of several shorter ones (Diod S 1, 5, 1; 5, 9, 4; Ael. Aristid. 46 p. 312 D.; UPZ 42, 45 [162 B.C.]; JosAs 13:12; SibOr 3, 649; AcPlCor 2:10; Just. A I, 13, 3 al.; Tat. 1, 1; Iren. 1, 15, 4 [Harv. I 153, 1]; Hippol. Ref. 9, 10, 11; Did., Gen. 24, 9) χρόνοι αἰώνιοι (αἰώνιος 1) Ro 16:25; 2 Ti 1:9; Tit 1:2. ἀρχαῖοι χρ. Pol 1:2. χρόνοι ἱκανοί (ἱκανός 3b) Lk 8:27 v.l.; 20:9; 23:8. πολλοὶ χρόνοι (πολύς 2aαב Yet χρόνοι could somet. = years: Diod S 4, 13, 3 ἐκ πολλῶν χρόνων=over a period of many years; 33, 5a μετὰ δέ τινας χρόνους=after a few years; Ps.-Callisth. 2, 33 ed. CMüller of the age of a child ἦν χρόνων ὡσεὶ δώδεκα; Mitt-Wilck. I/2, 129, 14 [346 A.D.]; Lex. Vindob. p. 19, 104 ἀφήλικες ἄνδρες μέχρι τῶν κε´ χρόνων; Philip of Side: Anecdota Gr. Oxon. ed. JCramer IV 1837 p. 246 ἑκατὸν ἔτη … καὶ μετὰ ἄλλους ἑκατὸν χρόνους; Cyrill. Scyth. 45, 5; 108, 8 and oft. Frequently in later Byzantine writers, e.g. Constantin. Porphyr. ed. GMoravcsik ’49 p. 332 [index]) Lk 8:29; 1 Cl 42:5; 44:3. (οἱ) χρ. τῆς ἀγνοίας Ac 17:30. ἀποκαταστάσεως πάντων 3:21. οἱ νῦν χρ. 2 Cl 19:4. οἱ πρότεροι χρ. Hs 9, 20, 4. οἱ καθʼ ἡμᾶς χρ. (Proclus In Pla., Tim. 40cd ἐν τοῖς κατʼ αὐτὸν χρόνοις [FBoll, Sternglaube und Sterndeutung ’66, 95]) MPol 16:2. εἰς τοὺς ἡμετέρους χρόνους Qua 2. ἐπʼ ἐσχάτου τῶν χρ. 1 Pt 1:20. χρόνοι w. καιροί (the same juxtaposition: Demosth., Ep. 2, 3; Straton of Lamps. [300 B.C.], Fgm. 10 Wehrli ’50; PLond I, 42, 23 p. 30 [168 B.C.]; PCairMasp 159, 36; 167, 45. Cp. Ael. Aristid. 46 p. 291 and 290 D.; Ath. 22, 4. On the difference betw. the two Demosth., Ep. 5, 6) Ac 1:7; 1 Th 5:1; GMary 463, 1 (s. καιρός, end).—Both sing. and pl. are very oft. governed by prepositions: by ἄχρι (q.v. 1aα); διά w. the gen. (διά A 2), w. the acc. (διά B 2a); ἐκ (MPol 22:3; s. ἐκ 5a); ἐν (Menand., Peric. 546 S. [=296 Kö.] ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ; CPR 13, 2; 23, 23; Jer 38:1) Ac 1:6; IEph 5:1; ἐπί w. dat. (ἐπί 18b) 2 Cl 19:4, w. acc. (ἐπί 18c); κατά w. acc. (κατά B 2); μετά w. acc. (μετά B 2); πρό (πρό 2).
a point of time consisting of an occasion for some event or activity, time, occasion ὁ χρόνος τῆς ἐπαγγελίας the time for the fulfillment of the promise Ac 7:17; τῆς παροικίας 1 Pt 1:17; τῆς πίστεως B 4:9; D 16:2; τῆς ἀπάτης καὶ τρυφῆς Hs 6, 5, 1; cp. 6, 4, 4. ὁ χρ. τοῦ φαινομένου ἀστέρος the time when the star appeared Mt 2:7. ἐπλήσθη ὁ χρ. τοῦ τεκεῖν αὐτήν Lk 1:57 (πίμπλημι 1bβ.—Ps.-Callisth. 1, 12 τελεσθέντος τοῦ χρόνου τοῦ τεκεῖν). Cp. also Mt 2:16; Lk 18:4; Ac 1:6; 13:18, Hb 5:12; 11:32; 1 Pt 4:3; Jd 18; Dg 9:1, 6; Hs 5, 5, 3.
a period during which someth. is delayed, respite, delay (Aeschyl., Pers. 692; Menand., Dyscolus 186; Diod S 10, 4, 3; Lucian, Syr. D. 20; Vi. Aesopi I c. 21 p. 278, 3 χρόνον ᾔτησε; Wsd 12:20; Jos., Bell. 4, 188 ἂν ἡμεῖς χρόνον δῶμεν, Vi. 370) ἔδωκα αὐτῇ χρόνον ἵνα μετανοήσῃ Rv 2:21 (Diod S 17, 9, 2 διδοὺς μετανοίας χρόνον). χρόνος οὐκέτι ἔσται there should be no more delay 10:6 (cp. 9:20; Goodsp., Probs. 200f).—For the history of the word s. KDietecrich, RhM n.s. 59, 1904, 233ff.—GDelling, D. Zeitverständnis des NTs ’40; OCullmann, Christus u. d. Zeit ’46, Engl. transl. Christ and Time, FFilson ’50, 3d ed. ’64, esp. 49f; 51–55; JWilch, Time and Event (OT) ’69.—B. 954. Schmidt, Syn. II 54–72. DELG. M-M. DNP II 1174f. ENDT. TW. Sv. Cp. αἰών.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρόνος — time masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — ο πληθ. χρόνοι και χρόνια 1. η διάρκεια ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης. 2. η χρονική απόσταση μεταξύ δύο γεγονότων. 3. στον πληθ., χρόνοι χρονική περίοδος, εποχή: Στους αρχαίους χρόνους πολεμούσαν με τα κοντάρια και τα σπαθιά. 4. φρ., «οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χρόνος γὰρ εὐμαρὴς θεός. — См. Перемелется все мука будет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ημιζωής, χρόνος — Ο χρόνος κατά τον οποίο ο αριθμός των πυρήνων που διασπώνται ελαττώνεται στο μισό. Η ραδιενέργεια ενός δείγματος που περιέχει αρκετούς πυρήνες έχει, επομένως, απεριόριστη διάρκεια από θεωρητική άποψη, αλλά ελαττώνεται πολύ γρήγορα με τον αριθμό… …   Dictionary of Greek

  • Πάντ’ ἀναπτύσσει χρόνος. — См. Как ни крыться, а будет повиниться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μέσος χρόνος ζωής — Έτσι ονομάζεται στην επιστήμη της φυσικής η μέση χρονική διάρκεια, κατά την οποία υπάρχει ένας ασταθής πυρήνας, προτού διασπαστεί. Όλοι οι πυρήνες ενός ραδιενεργού σώματος δεν διασπώνται στον ίδιο χρόνο, αλλά η διάσπασή τους ακολουθεί έναν… …   Dictionary of Greek

  • αόριστος — Χρόνος ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. Είναι χρόνος στιγμιαίος, ενώ υπάρχει ενεργητικός, παθητικός και δεύτερος παθητικός. Λέγεται και αρχικός χρόνος, γιατί από το θέμα του σχηματίζονται οι στιγμιαίοι… …   Dictionary of Greek

  • χρόνω — χρόνος time masc nom/voc/acc dual χρόνος time masc gen sg (doric aeolic) χρονόω make temporal pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χρονόω make temporal imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Хрон — (Χρόνος) абсолютное время в орфической космогонии: одно из мировых начал, упоминаемое древнейшим греческим теологом Ферекидом Сирским (около 600 г. до Р. Хр.), наряду с Зевсом (принцип жизни) и Хтонией (земное начало). Из семени X., по Ферекиду,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • χρόνε — χρόνος time masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”